- αἱρετοῦ
- αἱρετήςsearcher of archivesmasc gen sgαἱρετόςthat may be takenmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απόκλητος — ἀπόκλητος, ον (Α) [αποκαλώ] (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ Ἀπόκλητοι τα μέλη του αιρετού συνεδρίου των Αιτωλών … Dictionary of Greek
δήμαρχος — Ο αιρετός άρχοντας του δήμου. Στην αρχαία Αθήνα οι δ. εκλέγονταν για έναν χρόνο και ήταν εξουσιοδοτημένοι να συγκαλούν τη συνέλευση των δημοτών και να φροντίζουν για την εκτέλεση των αποφάσεών της, να διαχειρίζονται τα χρήματα του δήμου, να… … Dictionary of Greek
πλειοψηφικός — και πλειονοψηφικός, ή, ό, Ν [πλειοψηφία / πλειονοψηφία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πλειοψηφία 2. φρ. «πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα» εκλογικό σύστημα κατά το οποίο τα μέλη αιρετού σώματος εκλέγονται μόνο από το ψηφοδέλτιο που πλειοψηφεί … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
εκλογές — Με τον όρο αυτό ονομάζεται στο νεότερο συνταγματικό δίκαιο η διαδικασία επιλογής των αντιπροσωπευτικών οργάνων του κράτους και των οργάνων της τοπικής αυτοδιοίκησης, η οποία στηρίζεται στην ψήφο των πολιτών. Η διάδοση του θεσμού των ε.… … Dictionary of Greek
Κεσόν Σίτι — (Quezon City). Πόλη (2.173.831 κάτ. το 2000) των Φιλιππίνων, στην επαρχία Ρισάλ του νησιού Λουσόν. Η πόλη ήταν πρωτεύουσα της χώρας από το 1948 έως το 1976. Πήρε την ονομασία της από τον Mανουέλ Kεσόν ι Mολίνα, πρώτο πρόεδρο της Δημοκρατίας των… … Dictionary of Greek
Κρικ — (Creek). Φυλή αυτοχθόνων της Αμερικής, της γλωσσικής οικογένειας μάσκογκι, που είχε αναπτύξει μία από τις πιο εξελιγμένες γεωργικές κοινωνίες της Βόρειας Αμερικής κατά τη διάρκεια του 18ου αι. Ήταν κυρίαρχη ομάδα σε μια ομοσπονδία που αριθμούσε… … Dictionary of Greek